καχυπόνους

καχυπόνους
καχυπόνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
ο καχύποπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ- (< κακ[ο]-*) + -* υπόνους (< ὑπό + νοῦς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καχυπονόητος — καχυπονόητος, ον (ΑΜ) καχυπόνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ [ο] *) + υπονοώ] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”